Περιεχόμενα Τεύχους 99
Η ΑΔΙΕΞΟΔΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ
ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΑ ΗΘΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
Στις 5 Νοεμβρίου 2022 διεξήχθησαν από το Υπουργείο Παιδείας ηλεκτρονικές αρ-χαιρεσίες για την εκλογή των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών στα τοπικά, περιφερειακά και κεντρικά υπηρεσιακά Συμβούλια της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Τα Διοικητικά Συμβούλια της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης αποφάσισαν, κατά πλειοψηφία, να συμμετέχουν τα μέλη τους στην ηλεκτρονική ψηφοφορία. Η διαδικασία της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας προκάλεσε έντονες προστριβές ανάμεσα στις συνδικαλιστικές παρατάξεις και καλλιεργήθηκε ένα κλίμα πόλωσης και διχασμού στον εκπαιδευτικό κόσμο. Στο πεδίο αυτής της διαμάχης προέκυψαν τεράστια ηθικά, ιδεολογικά και πολιτικά διλήμματα και σε αυτούς που συμμετείχαν ασκώντας το δικαίωμα του «εκλέγειν» και του «εκλέγεσαι» και όσους απείχαν από την ηλεκτρονική ψηφοφορία.
Οι υπέρμαχοι της αποχής πάλεψαν να κερδίσει την πλειοψηφία το κίνημα της αποχής, ενώ οι υποστηριχτές της συμμετοχής στις ηλεκτρονικές εκλογές επιδίωξαν να γίνουν πλειοψηφικό ρεύμα τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια οριακή νίκη των συμμετεχόντων και μια ισχυρή μειοψηφία των δυνάμεων της ΑΠΟΧΗΣ που συνάθροισαν στο μπλοκ τους τις χιλιάδες αδιάφορους εκπαιδευτικούς που δεν πήγαν τον Μάιο και τον Ιούνιο να ψηφίσουν στις αρχαιρεσίες για την εκλογή νέων Διοικητικών Συμβουλίων και αντιπροσώπων στις Γενικές Συνελεύσεις των Κλάδων της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ. Το οξύμωρο σχήμα της όλης διαδικασίας είναι ότι και τα δύο μπλοκ είχαν το ίδιο σύνθημα-πρόσταγμα: «Να ηττηθούν οι πολιτικές της Υπουργού Παιδείας…».
Φαίνεται πλέον ότι τα εκπαιδευτικά συνδικάτα, καθώς και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, μπήκαν για τα καλά στους παράδρομους της πόλωσης εγκαταλείποντας τη λεωφόρο της αναστοχαστικής ισορροπίας με την ανεκτικότητα της επάλληλης συναίνεσης στη διεκδίκηση των πιο σημαντικών αιτημάτων των εργαζομένων στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, η επιδίωξη του στόχου της συναίνεσης προκαλεί εξαρτήσεις και από άλλες προϋποθέσεις. Η ανάγκη να δικαιολογηθεί η έλλογη εξισορρόπηση ανάμεσα στο Κράτος και τα Συνδικάτα, όπως την καταφάσκει το πολιτικό σύστημα, με τον θεσμικό προσδιορισμό των ρόλων και των στάσεων της κάθε πλευράς, απαιτείται ένας διαρκής διάλογος για την οικοδόμηση στέρεας νομοθεσίας και αποδοχή της καθολικότητας του νόμου. Μια καθολικότητα του νόμου που να επιτρέπει την έκφραση ατομικών και συλλογικών θεωρήσεων για τα δημόσια αγαθά, υπό την δικαιοδοσία του καθολικού κανόνα ελευθερίας και της καθολικώς νομοθετούσης βουλήσεως, που ως έλλογη συννομοθέτηση διακανονίζει τις εγωιστικές σκοπεύσεις. Η σχέση του Κράτους και των συλλογικών φορέων, υπό το καθεστώς του δημοκρατικού πλαισίου, με ευθύνη των ιεραρχικά αρμόδιων κρατικών οργάνων διαρρηγνύεται, αφού αφαιρείται η ηθική διάσταση του δημόσιου αγαθού, εν προκειμένω της Παιδείας. Από την πλευρά των κυβερνώντων η ηθική δεν λογίζεται ως υποχρέωση διαφύλαξης του κοινοτικού δεσμού και ως αποδοχή των απορρεόσουν δημόσιων απαιτήσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, και με την έννοια της αυτονομίας ως δεσπόζουσα αρχή, η πολιτική νοείται ως ηθική υπό συνθήκες έλλογου περιορισμού και ως πολιτική ηθική αναγνωρίζεται στην έλλογη χρήση της καθημερινής δημόσιας παρέμβασης στα εκτεινόμενα προβλήματα της Ελληνικής Κοινωνίας. Η ιδέα του έλλογου δημόσιου διαλόγου προσδιορίζει και το γνωστικό καθεστώς της πολιτικής των κυβερνώντων και των κυβερνώμενων αξιώνοντας τη συνθήκη της διαβουλευτικής έκθεσης των θέσεων και των επιχειρημάτων που στηρίζουν αξιώσεις αληθείας εκ μέρους των διαμετρικά αντιτιθέμενων. Αυτές οι αλήθειες θα πρέπει να ελέγχονται σε αναφορά προς τις ορθοπρακτικές επιταγές και τις ηθικοπολιτικές εγγυήσεις που παρέχει η δημόσια χρήση του λόγου και η δικαιοπολιτική καταξίωση.
Η δημόσια πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης θα πρέπει να σχετίζεται με τις διαφορετικές περιεκτικές θεωρήσεις και κοσμοαντιλήψεις, έτσι ώστε να μην χρειαστεί να έλθει σε σύγκρουση με αυτές. Αν δηλαδή, οι μη φιλελεύθερες κοσμοθεωρητικές πεποιθήσεις είναι ανεκτές αποκλειστικώς στην στενή επικράτεια των υποκειμενικών επιλογών ή των απλών διεκδικήσεων – προτιμήσεων, τότε δεν υπάρχει χρεία επιχειρηματολογικής υποστήριξης για τη πολιτική τους δικαιολόγηση. Όμως, αυτό ακριβώς το στοιχείο τις εξοβελίζει από τη διαβουλευτική συνθήκη της έλλογης πολιτικής παρέμβασης, διότι προσδιορίζει την τελευταία με βάση την προγενέστερη και προειλημμένη σημασιολόγησή της, η οποία συμφωνεί με το προς δικαιολόγηση ζητούμενο, δηλαδή τον πολιτικό φιλελευθερισμό.
Η ελλιπής δικαιολόγηση, όταν η αξίωση των κυβερνώντων είναι η ευρύτερη δυνατή έλλογη συναίνεση εκ μέρους των ίσων και ελεύθερων πολιτών, συνεπάγεται την παραίτηση των ιδίων και των φορέων τους από την διαβούλευση. Συνεπώς οι συλλογικοί φορείς -που εκφράζουν τους πολίτες και τους εργαζόμενους- ως υποκείμενα της συναίνεσης, επί της ουσίας το οργανωμένο Κράτος δεν τους θεωρεί ελεύθερους και ίσους Πολίτες λειτουργώντας εις βάρος των δικών τους εναλλακτικών θεωρήσεων. Γι’ αυτό τους επιβάλλει «τη δική του συναίνεση» με ιδιόμορφους δογματικούς ετσιθελισμούς.
Ο Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής – Π.Ε.Σ.Ε.Α. παίρνοντας σαφείς θέσεις για τη λειτουργία και την ανάπτυξη του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος και υποσυστήματος της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης, καυτηρίασε αυτούς τους μη διαλεκτικούς, ιδιόμορφους και δογματικούς ετσιθελισμούς από την πλευρά των κυβερνώντων τονίζοντας ότι η έλλειψη ουσιαστικού δημοκρατικού διαλόγου προ- καλεί ρήγματα στο δημοκρατικό βίο της χώρας και ελλείματα στην απόδοση δικαιοσύνης σε πολλές κοινωνικές ομάδες του Ελληνικού Λαού. Ένα επίκαιρο παράδειγμα είναι η έκφραση ενός υπερβολικού κρατικού ετσιθελισμού εις βάρος των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής & εκπαίδευσης και του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού που διορίσθηκαν το 2020. Ενώ από την ημέρα του διορισμού τους έχουν παρέλθει τα δύο έτη, εδώ και αρκετούς μήνες, τα αρμόδια διοικητικά όργανα του Υπουργείου Παιδείας κάτω από τη σκιά «ενός νοσηρού κλίματος ένοχης σιωπής» αρνούνται να εκδώσουν τις διοικητικές πράξεις μονιμοποίησής τους, που ορίζει ρητώς ο νόμος. Αιδώς Αργείοι!
Σημείωμα του Διευθυντή Έκδοσης