
Περιεχόμενα Τεύχους 107
H εργαλειοποίηση του δημόσιου συμφέροντος
Η εκτίμηση της απόδοσης του ανθρώπινου δυναμικού στον δημόσιο τομέα αποτελεί μία διαδικασία που -θεωρητικά- στοχεύει στον έλεγχο της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και στη βελτίωσή τους. Ωστόσο, η αξία του ελέγχου κλονίζεται, όταν αυτή προβάλλεται και επιβάλλεται από πολιτικά πρόσωπα που τα ίδια δρουν αντίθετα προς τις αρχές της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της ηθικής ευθύνης.
Επίδοξοι πολιτευτές, με αμφίβολο παρελθόν και ύποπτο παρόν, εμφανίζονται ως θεματοφύλακες της “ευταξίας” του δημοσίου, επιχειρώντας να χτίσουν ένα προφίλ αυστηρότητας και μεταρρυθμιστικής διάθεσης. Η ανάληψη θέσεων πολιτικής ευθύνης και ο τρόπος που οι ίδιοι διαχειρίζονται το χαρτοφυλάκιό τους αποκαλύπτει και τις αρχές που διατείνονταν ότι θα υπηρετήσουν. Πολύ συχνά, είναι τα ίδια πρόσωπα που ενώ διακηρύττουν την αξιοκρατία και την αποτελεσματικότητα, υπονομεύουν τις αξίες που επικαλούνται. Η άμεση εμπλοκή ή έμμεση ανάμειξή τους σε υποθέσεις διαφθοράς, χρηματισμού, κακοδιαχείρισης δημόσιου χρήματος ή συγκάλυψής τους αφαιρεί κάθε ηθικό έρεισμα από την επιδίωξη επιβολής αυστηρών συστημάτων αξιολόγησης σε δημόσιους υπαλλήλους. Είναι γνωστές δεκάδες περιπτώσεις υπουργών, γενικών γραμματέων υπουργείων, διευθυντών/-ντριών γραφείων υπουργών, κομματικών στελεχών και συνεργατών πολιτικών γραφείων που είτε απολαμβάνουν ασυλία είτε παραγράφονται τα αδικήματά τους είτε -ύστερα από δεκάδες “ελιγμούς”- επωμίζονται τις νομικές συνέπειες των ευθυνών τους με καθυστέρηση ετών.
Χιλιάδες εκπαιδευτικοί -με αυξημένα τυπικά προσόντα σε μεγάλο ποσοστό-, μόνιμοι και αναπληρωτές, στηρίζουν τη δημόσια εκπαίδευση όχι απλώς διδάσκοντας σε απαιτητικές συνθήκες πολυπληθή τμήματα αυξημένων και διαφορετικών εκπαιδευτικών αναγκών, αλλά προσφέροντας “υπηρεσίες” που υπερκαλύπτουν και αρμοδιότητες άλλων κλάδων (ψυχολόγων, κοινωνικών λειτουργών, γραμματέων κ.ά.). Χιλιάδες ιατροί, νοσηλευτές, επαγγελματίες υγείας, και εργαζόμενοι ως επικουρικό προσωπικό στηρίζουν τη δημόσια υγεία, υπηρετώντας υπερωριακά τον ενήλικο και ανήλικο πληθυσμό στις εξαντλητικές συνθήκες εργασίας των υποστελεχωμένων νοσοκομείων και των δομών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Χιλιάδες εργαζόμενοι στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης στηρίζουν τις πάσης φύσεως λειτουργικές ανάγκες των Δήμων και των Περιφερειών, διαχειριζόμενοι υπό το καθεστώς μισθολογικής καθίζησης τα οργανικά κενά και την υποχρηματοδότηση των υπηρεσιών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Χιλιάδες διοικητικοί υπάλληλοι Υπουργείων, Δημόσιων Υπηρεσιών και Οργανισμών στηρίζουν την αδιάλειπτη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού… Αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι αποδεικνύουν διαρκώς -και επί του πεδίου- την επάρκεια και την αποδοτικότητά τους μέσα από νομοθετημένα συστήματα αξιολόγησης, και -ενίοτε- υπό την απειλή κυρώσεων ή απολύσεων. Αν, μάλιστα, στο Πειθαρχικό Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων υποβόσκει ο πειθαναγκασμός τους να σιωπούν σε ζητήματα κακοδιοίκησης, υποστελέχωσης και εξαθλίωσης των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά και η ρητή νομικίστικη διαχείριση επιβολής τιμωριών για όσους και όσες δεν “πειθαρχούν” στις άνωθεν εντολές, τότε, η όποια αξιολόγηση μετατρέπεται σε εργαλείο ελέγχου και πολιτικής σκοπιμότητας.
Η αντίφαση λόγων και έργων πολιτικών που εμπλέκονται σε οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα ενώ ταυτόχρονα απαιτούν την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί ένδειξη πολιτικού και ηθικού αμοραλισμού. Η υποκρισία, η πολιτική εργαλειοποίηση της αξιολόγησης, και η ασυμμετρία στον κατά το δοκούν πειθαρχικό έλεγχο που προβαίνει η εκάστοτε κυβερνητική εξουσία γεννά αίσθημα αδικίας και απαξίωσης προς τους θεσμούς. Οι αντιφάσεις στις διαδικασίες ελέγχου τροφοδοτούν τον κυνισμό των πολιτών απέναντι στην πολιτική και ενισχύουν την απαξίωση του κράτους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι νιώθουν ότι στοχοποιούνται άδικα, ενώ οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι οι κανόνες δεν εφαρμόζονται ισότιμα. Το αίσθημα της αδικίας και της ατιμωρησίας υπονομεύει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και καθιστά δυσχερή κάθε σοβαρή προσπάθεια μεταρρύθμισης.
Η αξιολόγηση που προτείνεται σχετίζεται με τον «εκσυγχρονιστικό» πειραματισμό για απρόσκοπτη μετακίνηση των επενδυτικών επιλογών επιχειρηματικών Ομίλων. Μία τέτοια αξιολόγηση επιβραβεύει τη λογική του άκρατου ανταγωνισμού, της αγοραίας – εμπορευματοποιημένης εκμετάλλευσης της φύσης και κοινωνικών αγαθών όπως της υγείας και της παιδείας που τα τελευταία χρόνια βρίσκονται στο επίκεντρο επενδυτικών πρωτοβουλιών, ενώ ενισχύεται από τους μύθους της διαμόρφωσης και ανάπτυξης «δεικτών» και «κριτηρίων» που ανταποκρίνονται σε μια πραγματικότητα που καλούν να γίνει αποδεκτή. Παράλληλα, με νομοθετήματα, μέτρα ελέγχου και κανονιστικές εγκυκλίους περιθωριοποιείται και επιχειρείται να συγκρατηθεί κάθε κοινωνική αντίδραση προκειμένου να διασφαλιστούν οι όροι των συμβάσεων που συμφωνήθηκαν.
Μια δίκαιη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση έχει ανάγκη από το όραμα μιας πολιτικής που υπερβαίνει τον στενό τεχνοκρατισμό και εισχωρεί στον πυρήνα της πολιτικής ηθικής, μιας ηθικής που τάσσεται στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Έχει ανάγκη από βαθιές μεταρρυθμίσεις, θεσμική συνέπεια, διαφάνεια και λογοδοσία. Η διαβούλευση με τις συνδικαλιστικές και επιστημονικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων, η δημοσιοποίηση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, των κριτηρίων επιλογής και των διοικητικών πράξεων πρέπει να αποτελεί στοιχειώδη θεσμικό κανόνα. Η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, της πολυνομίας και της διοικητικής πολυπλοκότητας μέσα από την αναγκαία στελέχωση, την οργανωτική συγκρότηση και την ψηφιακή αναβάθμιση του διοικητικού μηχανισμού αποτελεί λειτουργική αναγκαιότητα. Η στελέχωση κάθε δομής και υπηρεσίας με το απαιτούμενο προσωπικό αποτελεί προϋπόθεση για ένα δημόσιο τομέα που θέλει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πολιτών.
Όμως, η δημόσια διοίκηση δεν είναι απλώς ένα σύνολο κανονισμών και μηχανισμών, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που εξαρτάται από τον κοινωνικό-πολιτικό στόχο που θέτει η κεντρική εξουσία και το ανθρώπινο δυναμικό που υπηρετεί τον στόχο αυτό. Μία δίκαιη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση δεν είναι προϊόν συγκυριακών παρεμβάσεων, αλλά καρπός των μακροχρόνιων θεσμικών και οργανωτικών προσπαθειών μιας συλλογικής δέσμευσης σε σχέση με την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν είναι απλώς πόροι αυτής της δέσμευσης, αλλά -σε συντριπτικό ποσοστό τους- σχετίζονται άμεσα με την ποιότητα ζωής και τα δικαιώματα των ίδιων των πολιτών. Τέτοιοι δημόσιοι υπάλληλοι είναι και οι εκπαιδευτικοί, που -επιπροσθέτως- τους έχει λάχει να “δουλεύουν” με το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας, τα παιδιά.
Σημείωμα του Διευθυντή Έκδοσης

