Περιεχόμενα Τεύχους 104
Η Αξιολόγηση ως διακύβευμα
Στην ιστορία των πολιτισμών του ανθρώπου η «αξιολόγηση» αποτέλεσε μία μορφή στάθμισης όσων όριζαν την προσπάθεια επιβίωσής του ως ατόμου και της συμβίωσής του στα οργανωμένα κοινωνικά του μορφώματα. Μία δυναμική διαδικασία επιλογής και επικράτησης άλλοτε του απολύτως αναγκαίου, άλλοτε του χρηστικού, άλλοτε του «τοτεμικά» καθορισμένου, άλλοτε εκείνου που ιδεολογικά κυριαρχούσε, άλλοτε αυτού που κατάφερναν να επιβάλλουν οι ισχυρότεροι είτε με τη βία είτε με την «πειθώ».
Ο ισχυρισμός, όμως, ότι η αξιολόγηση πρέπει να αποτελεί μια αναπόσπαστη, συστηματική και οργανωμένη διαδικασία προκειμένου να κρίνουμε μέσω των αποτελεσμάτων το σχεδιασμό και τη μεθοδολογία, να αποτιμήσουμε την αποτελεσματικότητα της προσέγγισης-παρουσίασης, αλλά και την προσπάθεια(;) που καταβάλαμε για την υλοποίηση ενός προγράμματος αναδεικνύει εύλογα ερωτήματα γύρω από το τι είναι «άξιο» – «άξιο λόγου», αν αυτό που «αξίζει» διατηρεί μια αντικειμενικότητα διαχρονική και υπερτοπική ή αν μεταβάλλεται ανάλογα με τις κοινωνικές αξίες που προβάλλει η κάθε εποχή, σε κάθε τόπο -και ειδωμένο κάτω από την υποκειμενικότητα της παρατήρησης-, ποιος είναι ο απώτερος κοινωνικός σκοπός που επιδιώκεται να πραγματωθεί, ποιοι είναι οι επιμέρους στόχοι -οικονομικοί, πολιτικοί- και αν η ικανοποίησή τους εξυπηρετούν το σκοπό, αν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά μια τέτοια διαδικασία και ποια είναι αυτά, αν διαφοροποιούνται τα χαρακτηριστικά αυτά ανάλογα με τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις στις οποίες αναφέρονται, αν, τελικά, είναι απαραίτητη-αναγκαία και αποδεκτή μια τέτοια διαδικασία, όταν συνδέεται και με άλλες παραμέτρους (π.χ. μονιμοποίηση, υπηρεσιακή εξέλιξη, απόλυση). Παράλληλα, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε για το πόσοι/-ες και ποιοι/-ες είναι αυτοί/-ες που «αξιολογούν», τι ικανότητες διαθέτουν προκειμένου να αναχθούν σε «αξιολογητές/τριες», ποιος/ποιοι, πώς και για ποιο λόγο τους/τις έχουν ανάγει σε «αξιολογητές/-τριες», με ποια κριτήρια αξιολογούν, κάτω από ποιες διαδικασίες κλπ.
Σήμερα, τα παραπάνω ερωτήματα έχουν ως πεδίο αναφοράς ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου οι πολιτισμικοί στόχοι περιορίζονται στην απόκτηση, τη συσσώρευση πλούτου και τον υπερκαταναλωτισμό, Οι στόχοι αυτοί εξαίρονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρούνται η μοναδική πηγή γοήτρου, κύρους και εξουσίας, διαπλέκονται με τάσεις για επιβολή και εξουσιαστικότητα αποδίδοντας, στη συνέχεια, στην έννοια της «αξιοκρατίας» μια πολύ συγκεκριμένη διάσταση αναφορικά με την κατάληψη θέσεων σ’ ένα πολιτικό σύστημα τεχνοκρατικά οργανωμένο όπου η επίδοση – απόδοση αποτελεί το κατεξοχήν κριτήριο. Και αποτελούν ερωτήματα, που αναπτύσσονται στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συστήματος όπου η αντίληψη της επένδυσης στο “ανθρώπινο κεφάλαιο” (δημόσια υγεία, εκπαίδευση) -μη παραγωγική επένδυση- συνδέεται με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας μέσω περισσότερων εξειδικευμένων γνώσεων, που παρέχονται από την ανώτατη εκπαίδευση και εξυπηρετούν τη σύγχρονη έρευνα για την παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και τον λειτουργικό έλεγχο του νέου τεχνολογικού υλικού της οικονομικής παραγωγής.
Η «αξιολόγηση», για τα κοινωνικά μας συστήματα -που ορίζονται από συγκεκριμένες δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής-, την πολιτειακή δόμηση που εξυπακούουν και τους πολιτικούς σχεδιασμούς που αυτά καθορίζουν, δεν αποτελεί παρά τον μηχανισμό ελέγχου του ήδη κατασκευασμένου κοινωνικού αυτοματισμού αποδοχής κάθε ελπίδας για ατομική ανέλιξη και διαφυγή, αλλά και κάθε «εκσυγχρονιστικού» πειραματισμού που απορρέει από την τάση για παγκοσμιοποιημένη και απρόσκοπτη μετακίνηση των επενδυτικών επιλογών επιχειρηματικών Ομίλων και την «πολιτισμική» εισβολή – επιβολή ενός πολύ συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Επιπλέον, στηρίζεται σε ιδιωτικοποιήσεις και Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, ενώ ελέγχεται από Πανοπτικούς πόλους Απο(συγ)κέντρωσης του εξουσιαστικού μηχανισμού που, όποτε απαιτείται, με νομοθετήματα και μέτρα επιχειρεί να συγκρατήσει την όποια κοινωνική αντίδραση προκειμένου να διασφαλιστούν τα «κεκτημένα» βάσει των προδιαγραφών και δεδομένων που ορίζουν οι «πελατειακές σχέσεις» και οι «διαπλοκές». Μία τέτοια «αξιολόγηση» πάντα θα επιβραβεύει τη λογική που προάγει τον άκρατο ανταγωνισμό, την αγοραία-εμπορευματοποιημένη σκύλευση του εκάστοτε ηττημένου, τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των χαμηλά οικονομικών στρωμάτων αλλά και την περιθωριοποίηση όσων «αντιδρούν». Μία τέτοια «αξιολόγηση» -μεθοδολογικά- πάντα θα ενισχύεται από τους μύθους τόσο της διαμόρφωσης και ανάπτυξης «δεικτών» και «κριτηρίων» που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα όσο και της τυπικής ισότητας μπροστά σε ταυτόσημες δοκιμασίες και κρίσεις. Όμως, γίνεται κατανοητό πως οι «δείκτες» και τα «κριτήρια» προσδιορίζονται από τις επιταγές κάθε κοινωνικού συστήματος και όσων αυτό επιδιώκει. Παράλληλα, όσοι και όσες καταφέρουν να συμμετάσχουν σ’ αυτή την προσδιορισμένη από «δείκτες» και «κριτήρια» αξιολογική διαδικασία έχουν οδηγηθεί εκεί από συστήματα στα οποία η πρόσβαση δεν ήταν ισότιμη για όλους και όλες. Επιπλέον, οι αλλεπάλληλες «αξιολογήσεις» επιβάλλουν στους αποκλεισμένους την εσωτερίκευση της «ορθολογικότητας-νομιμότητας» του αποκλεισμού (τους).
Θα έχουν πάντα αρνητικό πρόσημο τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας “αξιολόγησης” απομακρυσμένης από τον συλλογικό προβληματισμό, τη βαθιά και διαρκή επιστημονική κριτική των πολιτισμικών, επιμέρους πολιτικών και θεσμικών επιλογών και λειτουργιών, την ανάδειξη της ανορθολογικότητας της όποιας εργαλειακής αντίληψης που θεωρεί ως «ορθολογική» τη συμφωνία Πράξης και Σκοπού, αλλά δε συμπεριλαμβάνει και την ορθολογικότητα του ίδιου του Σκοπού και την αποδόμηση της «ορθολογικής» νομιμοποίησης των πολιτικών που συντηρούν την οικουμενική τύφλωση, την ημιμόρφωση, τον ανταγωνισμό, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Θα τελεί πάντα υπό αμφισβήτηση μία “αξιολόγηση” που αρνείται την ακριβή αποσαφήνιση κάθε «αυτονόητου», και δεν παραμετροποιεί τη σύγκρουση με κάθε αποδοχή – προσαρμογή (κομφορμισμό) σε πνευματικά και κοινωνικά καθιερωμένα. Θα είναι πάντα επιβεβλημένη η «πυροδότηση» τόσο των συνδικαλιστικών όσο και των πολιτικών – κομματικών ανακλαστικών που αντιπαλεύουν μία τέτοια “αξιολόγηση”.
Σημείωμα του Διευθυντή Έκδοσης