Σύλλογος       
Νέα          
Δελτία Τύπου/ Ανακοινώσεις/ Προσκλήσεις
Το Περιοδικό          
Νομοθεσία Ειδικής Αγωγής          
Δομές Ειδικής Αγωγής          
Συνέδρια / Ημερίδες Ειδικής Αγωγής
Εκδόσεις          
Συνδέσεις
Φόρουμ

Πανελλήνιος Επιστημονικός Σύλλογος Ειδικής Αγωγής -Π.Ε.Σ.Ε.Α.-

home page general information contact information copyright information

 

Θέματα Ειδικής Αγωγής Τεύχος 39

Εξώφυλλο: Εξώφυλλο

 

Περιεχόμενα: Περιεχόμενα

Σημείωμα Σύνταξης:

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΝΤΑΞΙΑΚΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΩΝ Α.Με.Ε.Ε.Α.

Οι εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής και το ειδικό προσωπικό που υπηρετούν στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής (Ειδικά Σχολεία & Τμήματα Ένταξης της Πρωτοβάθμιας & Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), για να μπορέσουν να συγκροτήσουν μια επιστημονικού επιπέδου γνώση του επαγγελματικού αντικειμένου της απασχόλησης τους που αφορά την προοχολική και σχολική ιιαιδαγωγική πρακτική, οφείλουν να τη συγκροτήσουν ως επιστημονικό αντικείμενο, πηγή δηλαδή ερευνητικών ερωτήσεων και υποθέσεων που αφορούν τις σχέσεις αυτής της πρακτικής με τις διαδικασίες της μάθησης και της κοινωνικοποίησης του μαθητή. Γι' αυτό είναι απαραίτητο: α) να υπάρξει στενή σύνδεση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών με την έρευνα. Να εκπαιδευτούν στην εκπαιδευτική έρευνα και ιδίως για την επίλυση νέων και μη λυμένων ακόμα προβλημάτων, αλλιώς κινδυνεύουν να μην αντιληφθούν τίποτα από την ήδη συγκροτημένη επιστήμη, β) οι έρευνες να γίνονται σε ομάδες κατευθυνόμενες, όχι από έναν μόνο πανεπιστημιακό καθηγητή, αλλά και από εκπροσώπους συμπληρωματικών μεταξύ τους ειδικοτήτων, εργαζομένους σε συνθήκες μόνιμης συνεργασίας.
Η άμεση παρατήρηση και η δραοτηριοποίηση του ατόμου με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες επί των αντικειμένου ή των υποκειμένων δεν αποτελεί πλέον την πανάκεια του παιδαγωγικού αυθορμητισμού ή του ανέξοδου υποκριτικού φιλανθρωπισμού. Στο 5ο Επιοτημονικό Συνέδριο Ειδικής Αγωγής με θέμα: «Παιδαγωγικές Πρακτικές και Εκπαιδευτικά Προγράμματα Ενταξιακής Υποστήριξης των Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες» ένας σημαντικός αριθμός εισηγητών και εισηγητριών ανέδειξαν επιστημολογικά ότι η σύνδεση του φαινομενολογικού με το εννοιολογικό πεδίο απαιτεί τη συστηματική μεσολάβηση του εκπαιδευτικού ειδικής αγωγής, ο οποίος, αποσταθεροποιώντας ορισμένες αυθόρμητες παραστάσεις και μετασχηματίζοντας τις επιστημονικές έννοιες στο πλαίσιο των μοντέλων που οργανώνουν την παιδαγωγική αλληλεπίδραση επί ενός δεδομένου αντικειμένου, επιτρέπει στο άτομο με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες να θέσει και να ανιχνεύσει τα ερωτήματα και τα ενδιαφέροντα του, να συγκροτήσει σκέψεις, γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες του είναι απαραίτητες να υπερβεί εμπόδια στην προσπάθεια vα εξηγήσει και να κατανοήσει κομμάτια της πραγματικότητας.
Οι όροι που καθορίζουν την εποχή μας σήμερα, άρα και το ιδεολογικό υπόβαθρο της εκπαίδευσης, είναι η ασυγκράτητη ροή εξειδικευμένης επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, οι αναζητήσεις της μετανεωτερικότητας, η παγκοσμιοποίηση των πολιτικών αποφάσεων, το κοινοτικό κεκτημένο και τα ιδιαίτερα τοπικά προβλήματα. Το ιδεολογικό αυτό υπόβαθρο υπαγορεύει αλλαγές στην εκπαίδευση κι έχει ήδη συνέπειες που επηρεάζουν σημαντικά το σχεδιασμό εκπαιδευτικής πολιτικής και όοους συμμετέχουν σιην εκπαιδευτική διαδικασία.

Πλέον η πολιτική σε όλους τους τομείς, και ιδιαίτερα η εκπαιδευτική πολιτική, έχει αποκτήσει ευρεία πολιτική έννοια και δεν περιορίζεται σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων μόνο στα στενά πλαίσια του κράτους, σε απομόνωση από τα ευρύτερα συμφέροντα, επιδιώξεις και αξίες. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ένας νέος σημαντικός σκοπός των αναλυτικών προγραμμάτων διαγράφεται, ο σκοπός της ουσιαστικής συμμετοχής και επικοινωνιακής δράσης μέσα από την παραγωγή -κι όχι μόνο την και ανάλωση- κριτικού λόγου. Μέσα σ' αυτά τα νέα πλαίσια και όρους της ζωής των ανθρώπων, το ζητούμενο στις κοινωνικές και σχολικές συνθήκες είναι η ανάπτυξη των μαθητών σε πρόσωπα, τα οποία μπορούν να δέχονται τη διαφορετικότητα και την απόκλιση, αλλά και να είναι σε θέση να συνεργάζονται δημιουργικά και να επικοινωνούν με τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Έτσι, η συζήτηση, διεθνώς, για την ανανέωση των αναλυτικών προγραμμάτων έχει πολύ περισσότερες πτυχές από αυτήν της προσθαφαίρεσης μαθημάτων και ωρών διδασκαλίας, καθώς και φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές προεκτάσεις.
Στην Ελλάδα τα νέα αναλυτικά προγράμματα του δημοτικού σχολείου, παρά τις προοδευτικές επισημάνσεις και παραδοχές στα προλογικά και εισαγωγικά τους σημειώματα, παγιδεύουν τον εκπαιδευτικό σε φορμαλισμούς και παιδαγωγικούς τεχνοκρατισμούς. Επικεντρώνουν την προσοχή του εκπαιδευτικού ο' ένα ιδεατό - αδιαφοροποίητο σύνολο μαθητών που είναι εκ των προτέρων καθορισμένο και ότι, εφόσον βρίσκονται στη συγκεκριμένη τάξη θα έπρεπε να γνωρίζουν με ακρίβεια ό,τι ορίζει το επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα. Γι' αυτό βρίσκει σύμφωνους τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η άποψη που κατατέθηκε από διάφορους εισηγητές και η οποία διακρίνει ότι «η βασική διαφορά μεταξύ ανάπτυξης προγραμμάτων σε μακρο-επίπεδο και ανάπτυξης προγραμμάτων οε μικρο-επίπεδο είναι ότι στο μακρο-επίπεδο ο μαθητής αντιμετωπίζεται ως ένα εκπαιδευτικό προϊόν το οποίο προσαρμόζεται σε προκαθορισμένο αποδεκτό επίπεδο ανάπτυξης και ανταποκρίνεται σε προκαθορισμένους στόχους. Αυτό το δασκαλοκεντρικό ή και ιδεατό αναλυτικό πρόγραμμα θεωρεί τη διδασκαλία «τόσο εύκολη όσο η κατασκευή γλυκίσματος», εφόσον η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη με τη βήμα προς βήμα επεξεργασία προκαθορισμένων στόχων. Στο μικρο-επίπεδο οι δάσκαλοι είναι δομητές προγράμματος και ο μαθητής είναι βασικός συντελεστής και μέτοχος στη διαδικασία ή την «πράξη της ανάπτυξης του προγράμματος αυτού, δηλαδή με την ενεργή συμμετοχή και την ανακλαστική δράση των συμμετεχόντων επιδιώκεται η βελτίωση συγκεκριμένων συνειδητοποιημένων αδυναμιών. Η διαδικασία αυτή είναι «πράξη», «μια διαδικασία ανεύρεσης προσωπικού νοήματος, ενός νοήματος με κοινωνική δομή».Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (2000), το οποίο είχε την ευθύνη για τα νέα αναλυτικά προγράμματα και τα νέα διδακτικά βιβλία, διατείνεται ότι «διαχέονται από την αντίληψη της διαθεματικής προσέγγισης της ύλης, που ως τρόπος επιλογής και οργάνωσης της σχολικής ύλης προϋποθέτει τη διασύνδεση των γνωστικών αντικειμένων, τη διάχυση της γνώσης μέσα από διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, τη σύνδεση της με τις εμπειρίες, τα ενδιαφέροντα και την καθημερινή ζωή των παιδιών και την ενεργητική συμμετοχή των μαθητών στην οικοδόμηση της». Όμως, σύμφωνα με τα Πορίσματα τοο 5ου Επιστημονικού Συνεδρίου Ειδικής Αγωγής του Π.Ε.Σ.Ε.Α., οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης διατυπώνουν τις ενστάσεις τους kαι θεωρούν «παιδαγωγικό και πολιτικό ατόπημα το μηδαμινό αριθμό αναφορών μέσα στα νέα διδακτικά βιβλία για τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, τη συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτιστική ζωή του σήμερα και τις εύλογες προσαρμογές που αυτή η συμμετοχή προϋποθέτει, και ισχυρίζονται ότι διαφαίνεται μια απόσταση και μια αμηχανία απέναντι στη νέα προσέγγιση για την αναπηρία». Το γεγονός ότι η αναπηρία είναι άμεσα συνυφασμένη όχι τόσο με το άτομο όσο με το περιβάλλον που αυτό ζει, οι εκπαιδευτικοί παρατηρούν ότι δεν παρουσιάζεται επαρκώς οτα νέα διδακτικά βιβλία, λέγοντας ότι «τα βιβλία είναι ένα εργαλείο στα χέρια μας που συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση νέων στάσεων και αντιλήψεων απέναντι στην αναπηρία και τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Οι αναφορές τους στο θέμα είναι σαφώς περιορισμένες».